Ticker

6/recent/ticker-posts

Στέλιος Τσιάκας ,ένας ποιητής από το Καλαμάκι Λαμίας

Ο Στέλιος Τσιάκας του Παύλου(αδερφός του Ταξιάρχη)γεννήθηκε το 1936 στο ορεινό χωριό Καλαμάκι Φθιώτιδας και πέθανε το 2008 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος στην Αγροτική Τράπεζα.

Παράλληλα ο  Στέλιος Τσιάκας δημοσίευσε 9 ποιητικές συλλογές, οι οποίες τον αναδείχνουν ποιητή πρώτου μεγέθους, και είναι οι παρακάτω: Γυμνό πρόσωπο 1971 – Τι θέλεις άνεμε 1973 – Σ’ ένα μονοπάτι 1977 – Ποια είναι εκείνη 1978 – Ο Μάης των γιασεμιών 1995 – Τα μαντίλια 1999 – Για την χαμένη χαρτορίχτρα 1993 – Μονόγραμμα μεταβλητών 1997 – Με μάτι πουλιού 2000.

Έγραψε επίσης και τα θεωρητικά βιβλία: Το πρόβλημα της ποίησης 1976 – Περί εστιάσεων ή Οδός Αριστοτέλους 1990 – Οι απόψεις μου στην Θεωρητική Φυσική 2000.

Η ποίηση του Στέλιου Τσιάκα είναι επιγέννημα θητείας στη γνησιότητα του συγκεκριμένου: Η κατά φύσιν ζωή, ο διαρκής έρωτας, η τραυματική κοινωνική ανέλιξη, η γρηγορούσα στενογράφος μνήμη, η αρχαιοελληνική γραμματολογία απαρτίζουν τη θεματολογία του, η οποία περνά μέσα από ευγενική γλώσσα ασκημένης προφορικότητας.

Διαβάζεις, κάνεις στάσεις σε λεκτικές πολυσημίες, κατανοείς βαθιά και απολαμβάνεις τέχνη του λόγου. Είναι μια ποίηση εικονική, σκεπτόμενη, αιφνιδιαστική, άμεση, μια ποίηση τελείως προσωπική και αξιοδιάβαστη.

Ο Τσιάκας δεν χρησιμοποίησε τους γνωστούς και πολυδάπανους επικοινωνιακούς τρόπους για την ανάδειξή του. Έστελνε όμως τα βιβλία του εκεί που έπρεπε· κι όλοι (ακόμη και οι συμπατριώτες του) τον έριψαν στον κάλαθο της περιφρονητικής σιωπής. Πλην ενός, του Ρένου Αποστολίδη, που τον περιέλαβε στην μεγάλη ποιητική Ανθολογία του με 17 ποιήματα από την πρώτη του συλλογή «Γυμνό Πρόσωπο». Έτσι ο ποιητής Τσιάκας μένει αγνώριστος και εν πολλοίς άγνωστος.

Είναι ο λόγος (και η ενοχή γιατί έχω όλα τα βιβλία του με ιδιαίτερη αφιέρωση) που νιώθω την ανάγκη (όχι να κρίνω το έργο του – δεν είναι η δουλειά μου) να ζητήσω από τον «Φθιωτικό Λόγο» να δημοσιεύσει τα ποιήματά του που προτείνω, για πρώτη γνωριμία ή υπενθύμιση και (ανα)γνώριση τού όντως ποιητή Στέλιου Τσιάκα, του Φθιωτού ποιητή.

Να θυμόμαστε και να τιμούμε τους ποιητές μας κυρίως μέσ’ από τα ποιήματά τους. Αυτά είναι η φωνή μας που εκφέρεται αλλιώς.

Πριν από τη μικρή ανθολόγηση ποιημάτων και αποσπασμάτων καταθέτω δυο λόγια του για την ποιητική του, που είναι δημοσιευμένα στην αρχή του βιβλίου του «Τι θέλεις, άνεμε»:

«Μίλα στο πρώτο πρόσωπο, ποιητή·

κι όσα συμβαίνουν έξω σου… μέχρι

ταυτίσεως αφομοίωσέ τα, ώσπου να

χάνεσαι, να γίνονται αυτά εσύ·

και σαν μιλάς στο πρώτο πρόσωπο,

ν’ ακούς εκείνα μέσ’ απ’ τη φωνή σου….»


ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΤΣΙΑΚΑ


ΠΟΥΛΙ ΤΩΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΩΝ

Πουλί των περασμένων,

με στήθη που να τρέμουνε

πες μου απόψε

– ό,τι κι αν πεις, πουλί,

θα ’ναι τραγούδι.

ΤΟ ΙΔΑΝΙΚΟ ΚΟΡΙΤΣΙ

Ας μη μάθω ποτέ τ’ όνομά σου,

αν το μάθω ίσως κάποτε λησμονηθεί.

Αν βρεθούμε κάπου,

αλλού να κοιτάξεις, μην πεις τίποτα

– τη χειραψία της λησμονιάς φοβάμαι.

Στη φυλακή μου

που ’ναι χτισμένη από μελαγχολία και σιωπές,

άνοιξέ μου ένα παράθυρο,

και, πριν γυρίσω να σε ιδώ, φύγε

γιατί αν σε ιδώ, θα σε ξεχάσω κάποτε

– θα πιστεύω πως δεν υπάρχεις πουθενά.

ΕΠΑΝΩ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ

Επάνω στη σιωπή

γράψε τον πόνο σου.

Μόνο έτσι θα μείνει

να τον καμαρώνεις,

καταδικό σου όλος,

όπως στον τοίχο ένα πτυχίο σου.

Μ’ ΕΝΑ ΧΟΡΤΑΡΙ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ

Πώς γυροφέρνεις, βλέμμα,

σαν βλέμμα ζαρκαδιού

που τρέχει λαβωμένο

μ’ ένα χορτάρι στα χείλη του

για μαρτυρία ενοχής.

ΣΤΗ ΜΑΝΑ ΜΟΥ

 Τη δύναμή του ο άνεμος

την έβαλε μες στο αίμα σου

και μου την έκανες καρδιά.

Μάνα, μ’ αυτήν περνώ στα δάση

και σε φθισιατρίων κελλιά

γίνομαι οξυγόνο.

 Μάνα, στους χάρτες της υπομονής σου

μου ’μαθες το αλφάβητο της ζωής…

Κι όταν ακόμα σουρουπώνει

μαζεύεις αχτίδες ήλιου

και μου ράβεις τις παλιές φορεσιές.

Μάνα μου, φύλαγε τη συκιά μας.

Στον ίσκιο της είμαι λείψανα παιγνιδιών.

Στη φλούδα της

έχω χαράξει τ’ όνομά μου, που

για να μην το καίει ο ήλιος,

να μην το παγώνει ο χειμώνας,

να μην σκονίζει ο άνεμος,

το πήρε μέσα της. Είμαι μέσα της.

Αυτά, μάνα μου· γεια σου.


ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ

Χρειάζομαι λίγο αίμα σου

να μεταγγίσω στα όνειρα.

Χρειάζομαι τα μαλλιά σου

να κρύψουν πληγές.

Χρειάζομαι τα χέρι σου·

θα μου τα δώσεις;

Α! και τη φωνή σου χρειάζομαι,

γιατί τούτη την άνοιξη

σαν να ’μουν φυλακή

δεν μιλήσαμε.

ΚΑΘΩΣ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙΣ

Η ορατότητα αν χαθεί

καθώς ταξιδεύεις

και συντριφτείς στη διαδρομή,

πέσε τα χέρια απλώνοντας

να δείχνουν πού ήθελες να φτάσεις.

ΚΛΕΙΣΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Κλείσε την πόρτα πίσω σου

μη ’ρθούν τα περασμένα χρόνια

και μας ταράξουν

σαν διαρρήκτες, αγάπη μου.

Κλείσ’ την πόρτα πίσω σου,

κι αν κουραστείς και πας

για ύπνο, άσε με, εγώ θα γράφω,

θα σ’ αντιγράφω ως τα χαράματα.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Κάνε με να σκεφτώ τελειότερα

κι ας μοιάζ’ η σκέψη μου ατελής

– θα ’ναι ατελείς οι κρίσεις.

Κάνε με, Κύριε, να σκεφτώ

και βάλε στη φωνή μου

τη δόνηση που δημιουργεί.

ΠΡΟΤΟΜΗ

Με το ’να χέρι πιάστηκα

από σένα, ουρανέ, με τ’ άλλο

από δέντρα, που σαν τρίμματα

ψωμιού, είχαν μέσα ήλιο.

Το χέρι μου που ήταν στο δάσος

έμεινε σφίγγοντας φύλλα.

Το άλλο το πήρατε, σύννεφα,

κι έμεινα σαν τις προτομές.

ΠΙΟ ΠΕΡΑ ΜΗ ΡΩΤΑΣ

– Γιατί σκάβετε στο ίδιο μέρος;

– Γιατί εκεί ονειρευτήκαμε

ένα λαγήνι με νομίσματα.

– Γιατί πηγαίνετε συχνά στο δάσος;

– Γιατί στα φύλλα του δάσους είναι

χαμένη η πρώτη μας φορεσιά.

– Γιατί ό,τι κι αν συμβαίνει

το παίρνετε κατάκαρδα;

– Πιο πέρα μη ρωτάς…

ΘΕΛΟΥΝ ΤΙΣ ΣΦΑΙΡΕΣ ΜΟΥ

Γέμισες σφαίρες, κορμί μου·

δεν φτάνει όμως αυτό, με περικύκλωσαν

κι οι παλιατζήδες για διαπραγμάτευση.

Θέλουν τις σφαίρες μου, τις σφαίρες μου

που με στολίζουν σαν παράσημα.

ΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΠΟΤΑΜΙ

Η μάνα του Κίτσου,

ω καταραμένο ποτάμι,

ακόμα είν’ εδώ· πετροβολά.

Κι όταν η μάνα του Κίτσου

κουράζεται, καταραμένο ποτάμι,

η κάθε μάνα, κι η μάνα μου

παίρνουν τη θέση της πετροβολώντας.

ΚΙ ΕΙΜΑΙ ΠΡΗΝΗΣ

– Πώς είσαι έτσι, παιδί μου;

– Είμ’ έτσι, μάνα,

γιατί χιλιάδες κινητήρες

από μένα καρτερούν

πτώσεις καταρρακτών.

Κι είμαι πρηνής

κι έπρεπε να ’μαι όρθιος.

Ο ΑΔΕΡΦΟΣ

…δεν σε ξανάειδα.

Μου ’παν σε σκότωσαν οι Γερμανοί,

μου ’παν σε φόρτωσε χωρίς κεφάλι

ο πατέρας στο άλογο

– μάθε ο πατέρας πέθανε.

Το τούρκικο βόλι στο πλευρό του,

που το αγγίζαμε, το πήρε μαζί του.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ

Η γυναίκα που πέθανε

όταν γεννούσε στα ρέματα

φυσώντας σ’ ένα μπουκάλι…

…υπάρχουν κόκκαλα εδώ

σαν λείψανα λαγού

– κι είναι του παιδιού της

κι είναι τα μάτια της

ετούτες οι σπηλιές· και στάζουν.

ΚΑΛΑ ΚΕΡΔΗ…

Δεν έχω τίποτα να πουλήσω.

Πέρασα τις νύχτες μου αγκαλιάζοντας

κορμιά μαρμαρωμένων κοριτσιών.

Έχασα τα παπούτσια μου

σε λάκκους αρχαιολόγων.

Κι ο Παρθενώνας ένας κρυψώνας είναι

και κρυμμένη η Αθηνά να τη ζητάμε.

Και τα θέατρα έρημα, ως τις μέρες μας

άντεξαν να πηγαίνω να κλαίω.

Καλά κέρδη, φίλοι μου· στο καλό.

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Κι ακούστηκεν άσμα.

Όχι στον Υδάσπη· εδώ είναι ο Βου-

κεφάλας με τον Αλέξανδρο, τον Αφέντη.

Τα ευρήματα πιο κει.

Και διδαχών χώροι του Αριστοτέλη και

του Ευριπίδη. Και του Αποστόλου Παύλου.

Και έφιππος ο Αϊ-Δημήτρης· και ορατά

κι αόρατα. Κι ο Κύριλλος κι ο Μεθόδιος.

(Γοργόνα, ζει ο Αλέξανδρος, στην Ανατολή.)

Εδώ είναι ο μαγνήτης. Και χιλιετίες

με σάρισα η Αθηνά· (μάλλον Παναγίας

είναι με μύρο από το χέρι του Πατριάρχη).

Και χορδές (μη μιλάτε) της άρπας του

Ορφέα, και η ηχώ τους ως τώρα.

Ως τώρα, και στο άσμα αυτό:

– Η Καραθανάση τραγουδά ή η Τσίτρα;

ΔΙΑΜΟΙΡΑΣΜΟΣ

Άλλοι πέταλα για γούρι πήραν,

άλλοι σαμάρια για σαλόνια με τζάκι

και τα κορίτσια την αλογοουρά.

Μνήμη του αλόγου;

Μάλλον διαμοιρασμός.

Και άφησαν μετώπου χάντρες

και χαλινάρι.

Ω! κάτι ήξερε για την τύχη του

ο Φειδίας. Ω! κάτι και οι αγιογράφοι.

ΑΣΜΑ Β΄

Ψάχνω εκείνο που μέσα μου ήμουν.

Κάτι πιο πολύ από ρόδο σε βλέμμα,

όταν δεν ήξερα να γράφω.

Των άγραφων ποιημάτων μου τον

τόμο, τα ξόρκια μου θέλω

για τον Κάτω Κόσμο πίκρες,

που ανεβαίνουν με ρίζα ιτιάς.

Δεν ακούς; «Κι αν βρεις καλύτερη από

με, ρίξε και σκότωσέ με».

Ποιας είναι το παράπονο;

ΑΣΜΑ Δ΄

Ακόμα η αλυκή για το αλάτι μου

και η δική σου η κρεμαστή φωτιά

στην καρδιά μου

κοριτσιού χούφτα γι’ αναστενάρια.

Κι ακόμα λίγη λάμψη θα την ήθελα,

ώσπου να λιχνιστούν οστεώδες ίσκιοι

απ’ τα Κούναξα και σοδειά πραγματική.

Ώσπου η σκιά του κύκνου σε χιόνια

να ’ναι, και λυχνάρια της Γκόλφως

σε πουλιά να σκορπούν τη μουσική μου.

Ακόμα λίγη λάμψη, (κι έτη πολλά!), πριν

απ’ του γρύλλου την κλωτσιά,

να ετοιμάσω τα θυμιατήρια μου

και να τα κρεμάσω για πάντα

στη νύχτα μου.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ


Ω, φέρε για τη δημόσια αιδώ ένα ρόδο, το πιο κόκκινο.

Τα ξύλα τρίζαν και τρόμαζαν οι μάνες

μην τα κάνουν σταυρούς.

Των άστρων η τιμωρία, να περιστρέφονται.

Άνθη στα μαλλιά της στέργιωνα

κι άλλοι σκότωναν και μετά τους αγιάζανε.

Ηχούν τα λόγια κι αυξάνει η λάμψη.

«Είμαστε δαιμόνια και μικρόβια».

Κατ’ άλλους «Δεν διαφέρουμε από κατσίκια».

Και άλλοι: «Θα απολαύσετε μεταθανάτια έκπληξη».

Εμείς πότε θα τραγουδήσουμε;

Κορίτσια που όργια αγιάζουν – αειθαλή που φυλλοβολούν.

Αυτά τα πράγματα μείναν μισά,

καρτερώντας ένα χέρι μεσ’ απ’ το μέτωπό μου.

Δικό σου αν έχεις ένα πρόσωπο

και σαν μίσχος το στηρίζεις σαν λουλούδι,

σαν το λουλούδι το αλλάζουν οι εποχές.

Τα χέρια σου ΡΙΕΤΑ που σχηματίζαν αγκαλιά

για αποκαθηλώσεις, όλοι τα σπάζαμε.

Τώρα έχουμε κι αποδείξεις.

Και μου παραπονιέσαι σαν παιδί,

ουρανέ, πως σε χτυπούν φτερούγες.

Άλλαζες μαντίλια χρωματιστά.

Τελικά το άσπρο έγινε μαλλιά σου

κι όλο το μαύρο μαντίλα σου.

Πάμε μαζί

να γίνεις η μισή καρδιά μου·

κι η άλλη μισή χέρι μου.

Απ’ την εκκλησία έφυγες, Μιχαήλ,

για να τροχίσεις τη ρομφαία σου.

καμιά θέση στα ημερολόγια

γι’ άλλους αγίους.

σαν συνταγή αθάνατου νερού

Να φύγει το πουλί από κει,

για τιμωρία που τραγουδούσε

τ’ αηδόνια που κάνουν την ευχαρίστησή τους ευχαριστία

Με τη γλαύκα μαθήτευσα, αντέχω τις νύχτες.

Κατά τον Κεραμεικό ή τον αγρό του Κεραμέα

μ’ έσυρε ο αέρας;

Αν μπούφων ή αλεπών μίμοι γίναμε,

ας ξανακοιταχτούμε τι φοράμε.

και τα τόσα ωραία γνώση να μη γίνονται

οι λαγοί διακρίνονται στην ανηφόρα

και δεν διακηρύσσουν δικαιώματα.

δεν αλλάζει τον ρου της της κεραμίδας η αυλακιά.

κι όταν περνώ από δω ακούω δάκρυα.


Ο ποιητής Στέλιος Τσιάκας είχεν επίγνωση ότι ήταν ποιητής πρώτου μεγέθους και ότι οι… επώνυμοι του καιρού του – άρτι αφιχθέντες εκ Παρισίων – τον έριξαν στην περιφρονητική τους σιωπή. Αυτό ήταν το παράπονό του, που το εξέφρασε, πού αλλού, παρά σ’ εκείνην που του ’δωσε το αίμα της:

Σαν τις δραχμές

που σφίγγεις στο μαντίλι σου,

τόσοι μες στο κοινό,

τόσοι μ’ εκτίμησαν ορθά

– αυτοί με νιώσαν, μάνα.

Ας είναι τούτο το μικρό αφιέρωμα του Κώστα Καλαπανίδα για τον Στέλιο Τσιάκα, 15 χρόνια από τον θάνατό του μια μικρή υπενθύμιση κι ανα-γνώριση.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια